ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Τα θύματα εγκλήματος αναγνωρίζονται ότι έχουν ένα σύνολο δικαιωμάτων που μπορούν να ασκήσουν για να καλύψουν τις ανάγκες τους και να υπερασπιστούν τα συμφέροντα και τις προσδοκίες τους.

Αυτά τα δικαιώματα ορίζονται όχι μόνο στην εθνική νομοθεσία αλλά και σε διεθνή νομικά μέσα, όπως η Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων για τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκλημάτων.
CELEX_32012L0029_EL_TXT.pdf

Εάν είστε θύμα εγκλήματος, σύμφωνα με τη νομοθεσία έχετε συγκεκριμένα ατομικά δικαιώματα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τις ποινικές διαδικασίες.
Συγκεκριμένα, ο Ν. 4478/2017 με τον οποίο η ελληνική νομοθεσία εναρμονίστηκε με την ευρωπαϊκή Οδηγία 2012/29/EU προβλέπει τη θέσπιση Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων Εγκληματικότητας. Στο συνημμένο αρχείο περιλαμβάνεται το ΦΕΚ της δημοσίευσης του Ν. 4478/2017 (μέρος IV. σελ. 1460 κ.ε.).
Νόμος 4478/2017 – ΦΕΚ 91 Α 23-6-2017_Οδηγία για τα θύματα.pdf

Σε γενικές γραμμές, η εθνική νομοθεσία ακολούθησε τη δομή της Οδηγίας και προσδιορίζει την έννοια του του θύματος, τους σκοπούς της Οδηγίας, την καθολικότητα των δικαιωμάτων των θυμάτων χωρίς διακρίσεις, ανεξαρτήτως της εθνικότητας ή υπηκοότητας και του καθεστώτος διαμονής τους, καθώς και ειδική μέριμνα για τα ευάλωτα θύματα, ιδίως τα παιδιά. Διακρίνει δε τα δικαιώματα των θυμάτων σε τρεις ευρείς κατηγορίες: α.την παροχή πληροφοριών και υποστήριξης, β. Τη συμμετοχή των θυμάτων στην ποινική διαδικασία, και γ. Την προστασία των θυμάτων με ειδικές ανάγκες προστασίας.

Στο άρθρο 1 του νόμου προσδιορίζονται οι σκοποί του νόμου:
1. Σκοπός του παρόντος νόμου είναι να εξασφαλίσει ότι τα θύματα αξιόποινων πράξεων τυγχάνουν της δέουσας πληροφόρησης, υποστήριξης και προστασίας προκειμένου να συμμετέχουν στην ποινική διαδικασία. Τα θύματα αναγνωρίζονται και αντιμετωπίζονται με σεβασμό, ευαισθησία, εξατομικευμένη, επαγγελματική και χωρίς διακρίσεις προσέγγιση λόγω της φυλής, του χρώματος, της εθνικότητας, της εθνότητας, της γλώσσας, της θρησκείας, της κοινωνικής προέλευσης, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της περιουσιακής κατάστασης, της ηλικίας, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας ή των χαρακτηριστικών φύλου, της αναπηρίας ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης αυτού, σε κάθε επαφή με τις αρμόδιες υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων ή τις υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από το νόμο ή κάθε άλλη αρμόδια αρχή, που ενεργούν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Τα δικαιώματα που θεσπίζονται στον παρόντα νόμο ισχύουν για όλα τα θύματα χωρίς διακρίσεις, ανεξαρτήτως της εθνικότητας ή υπηκοότητάς τους και του καθεστώτος διαμονής τους.

2. Αν το θύμα εγκληματικής πράξης είναι ανήλικος, πρωταρχικό κριτήριο κατά την εφαρμογή του παρόντος νόμου, είναι το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου θύματος, το οποίο αξιολογείται σε εξατομικευμένη βάση. Κάθε ανήλικο θύμα προσεγγίζεται με ευαισθησία, λαμβανομένων δεόντως υπόψη της ηλικίας, του βαθμού ωριμότητας, των απόψεων, των αναγκών και των ανησυχιών αυτού, χωρίς καμία διάκριση σε βάρος αυτού ή των γονέων του ή των νομίμων εκπροσώπων του. Ο ανήλικος και ο ασκών τη γονική του μέριμνα ή τυχόν άλλος νόμιμος εκπρόσωπός του, ενημερώνονται για τυχόν μέτρα ή δικαιώματα που τον αφορούν.

Οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Α του ν. 4478/2017 και συγκεκριμένα στο άρθρο 55 (κατ’ αντιστοιχία με το άρθρο 2 της Οδηγίας) είναι ενδιαφέροντες και χρήσιμοι. Για πρώτη φορά προσδιορίζεται η έννοια του θύματος στην ελληνική έννομη τάξη και μάλιστα στο διευρυμένο πλαίσιο της διατύπωσης και της φιλοσοφίας της Οδηγίας. Ετσι, ως θύμα νοείται:
αα) το φυσικό πρόσωπο, το οποίο υπέστη ζημία, συμπεριλαμβανομένης της βλάβης του σώματος ή της υγείας ή της τιμής ή της ηθικής βλάβης ή της οικονομικής ζημίας, ή της στέρησης της ελευθερίας του, η οποία προκλήθηκε αμέσως από αξιόποινη πράξη,
ββ) οι οικείοι, προσώπου, ο θάνατος του οποίου προκλήθηκε αμέσως από αξιόποινη πράξη και οι οποίοι έχουν αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα ή τελούσαν σε άμεση υλική αλληλεξάρτηση με αυτό.
β) Ως ‘οικείοι’ νοούνται οι σύζυγοι, το πρόσωπο που συνοικεί με το θύμα σε στενή σταθερή και συνεχή σχέση ετερόφυλης ή ομόφυλης δέσμευσης, οι μνηστευμένοι, οι συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, οι θετοί γονείς και τα θετά τέκνα, οι αδελφοί και οι σύζυγοι και οι μνηστήρες των αδελφών και τα εξαρτώμενα από το θύμα πρόσωπα, πέραν των συντηρούμενων τέκνων του.
γ) «Ανήλικος» είναι κάθε φυσικό πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών.
Ορίζονται επίσης κι άλλες έννοιες που χρησιμοποιούνται στο νόμο και περιλαμβάνονται επίσης στο άρθρο 2 της Οδηγίας, όπως η αποκαταστατική δικαιοσύνη, οι υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυμάτων. Ετσι, ως «υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυμάτων» νοούνται οι δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που παρέχουν υπηρεσίες γε- νικής ή ειδικής υποστήριξης και φροντίδας. Ως «αποκαταστατική δικαιοσύνη» νοούνται οι διαδικασίες που προβλέπονται ρητά σε διάταξη νόμου, μέσω των οποίων το θύμα και ο δράστης αξιόποινης πράξης μπορούν, εφόσον δώσουν την ελεύθερη συναίνεσή τους, ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής ή εισαγγελικής αρχής, να συμμετάσχουν ενεργά στην επίλυση των μεταξύ τους διαφορών ή απαιτήσεων που απορρέουν από την αξιόποινη πράξη.

Το κεφάλαιο Β του ν. 4478/2017 αφορά τα δικαιώματα των θυμάτων σχετικά με την παροχή πληροφοριών και υποστήριξη. Συγκεκριμένα το δικαίωμα των θυμάτων να κατανοούν και να γίνονται κατανοητά (άρθρο 56) , το δικαίωμα λήψης πληροφοριών από την πρώτη επαφή με την αρμόδια αρχή (άρθρο 57) και οι νέες υποχρεώσεις της Αστυνομίας στην ατομική αξιολόγηση των αναγκών των θυμάτων και την παραπομπή των θυμάτων σε υπηρεσίες στήριξης και φροντίδας (άρθρο 57, παρ. 1), το δικαίωμα κατά την υποβολή καταγγελίας (άρθρο 58) , την ενημέρωση για την υπόθεσή τους (άρθρο 59) , το δικαίωμα δωρεάν διερμηνείας και μετάφρασης σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας ακόμα και με τη χρήση τεχνολογίας επικοινωνιών (άρθρο 60), το δικαίωμα πρόσβασης σε υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυμάτων, ακόμα και μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας καθώς και την επέκταση του δικαιώματος στους οικείους του θύματος, ανεξάρτητα από τη νομότυπη ή μη υποβολή της καταγγελίας (άρθρο 61), και το δικαίωμα στην υποστήριξη από τις υπηρεσίες γενικής υποστήριξης και φροντίδας θυμάτων (άρθρο 62) .

Το κεφάλαιο Γ του ν. 4478/2017 περιλαμβάνει τα δικαιώματα των θυμάτων στη συμμετοχή τους στην ποινική διαδικασία. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα διασφαλίσεων στο πλαίσιο υπηρεσιών αποκαταστατικής δικαιοσύνης προκειμένου να προληφθεί η δευτερογενής και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση και μόνο ως προς συμφέρον του θύματος (άρθρο 63) , και τέλος τα δικαιώματα των θυμάτων που κατοικούν σε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε. που ουσιαστικά διασφαλίζει τη διατήρηση των δικαιωμάτων του θύματος ανεξαρτήτως τόπου διαμονής (άρθρο 64).

Το κεφάλαιο Δ του ίδιου νόμου περιλαμβάνει την ενότητα της προστασίας των θυμάτων και της αναγνώρισης των θυμάτων με ειδικές ανάγκες προστασίας. ΕΙδικότερα περιλαμβάνεται το δικαίωμα να αποφεύγεται η επαφή μεταξύ θύματος και δράστη και τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για την προστασία του θύματος και της οικογένειάς του στους χώρους διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας, καθώς και την πρόβλεψη διακριτών χώρων αναμονής για τα θύματα (άρθρο 65), το δικαίωμα προστασίας των θυμάτων κατά την ποινική έρευνα, ώστε η εξέταση των θυμάτων να διενεργείται χωρίς καθυστέρηση και με τον όσο δυνατό περιορισμένο αριθμό καταθέσεων και ιατρικών εξετάσεων (άρθρο 66), το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής του θύματος κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, με περιορισμό της δημοσιότητας της δίκης και με απαγόρευση μετάδοσης από τα μέσα επικοινωνίας, υπό προϋποθέσεις (άρθρο 67). Ιδιαίτερη μνεία κάνουμε στο άρθρο 68 του παρόντος νόμου για την ατομική αξιολόγηση των θυμάτων για τον προσδιορισμό ειδικών αναγκών προστασίας με στόχο την παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών φροντίδας καθώς και την πρόληψη της δευτερογενούς θυματοποίησης. Το άρθρο 69 αφιερώνεται στο δικαίωμα προστασίας θυμάτων με ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και τη θέσπιση ειδικών μέτρων μετά από την ατομική αξιολόγηση του θύματος που αφορούν ειδικούς χώρους εξέτασης, εξειδικευμένο προσωπικό για την εξέταση του θύματος του ίδιου φύλου με το θύμα, την καθιέρωση Αυτοτελών Γραφείων Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων, καθώς και συγκεκριμένες διατάξεις για κωφά και άλαλα θύματα . Νέοι θεσμοί και διαδικασίες για την προστασία των δικαιωμάτων των ευάλωτων θυμάτων δημιουργούνται στη χώρα και η εφαρμογή τους περιγράφεται με σαφήνεια στα άρθρα 68 και ιδίως 69 του νόμου.

Το κεφάλαιο Ε του ν. 4478/2017 με τίτλο “Αλλες διατάξεις’ περιλαμβάνει την ανάγκη εκπαίδευσης επαγγελματιών του κλάδου (άρθρο 70), τη συνεργασία και το συντονισμό των υπηρεσιών (άρθρο 71), τις διαδικασίες παρακολούθησης της εφαρμογής του νόμου (άρθρο 73), την αναλυτική πρόβλεψη για τη σύσταση της υπηρεσίας με τίτλο ‘Το Σπίτι του Παιδιού’ και τις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής (άρθρα 74, 75 και 76), τις υποχρεώσεις των πραγματογνωμόνων (άρθρο 77) με αντίστοιχες διατάξεις τροποποίησης του άρθρου 226Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Δικαίωμα των θυμάτων να κατανοούν και να γίνονται κατανοητά

(σύμφωνα με το άρθρο 56 του Ν. 4478/2017) Εδώ περιγράφονται οι υποχρεώσεις της Αστυνομίας ή άλλης αρμόδιας αρχής με την οποία έρχεται σε πρώτη επαφή το θύμα. 1. H Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, κατά την πρώτη της επαφή με το θύμα, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να βοηθά το θύμα να κατανοεί και να γίνεται κατανοητό, από την πρώτη επαφή και σε κάθε περαιτέρω αναγκαία επικοινωνία του στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, καθώς και να κατανοεί τις πληροφορίες που παρέχονται από αυτήν. 2. Κατά την πρώτη της επαφή με το θύμα, η Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή χρησιμοποιεί γλώσσα απλή και κατανοητή στην επικοινωνία με το θύμα, προφορικά ή γραπτά. Για αυτό το σκοπό λαμβάνονται υπόψη τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος, ιδίως, η ηλικία, η ωριμότητα, οι πνευματικές και διανοητικές ικανότητες, το μορφωτικό επίπεδο, η γλωσσική επάρκεια, τυχόν προβλήματα ακοής ή όρασης, καθώς και η έντονη συναισθηματική φόρτιση αυτού, τα οποία ενδεχομένως επηρεάζουν την ικανότητά του να κατανοεί ή να γίνεται κατανοητό. Για αυτό το σκοπό διατίθεται οδηγός δικαιωμάτων διατυπωμένος στις πιο συχνά καθομιλούμενες γλώσσες, καθώς και στη γραφή Mπράιγ (Braille). 3. Κατά την πρώτη επαφή με την Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, το θύμα μπορεί να συνοδεύεται από πρόσωπο της επιλογής του, όταν, λόγω των επιπτώσεων του εγκλήματος, το θύμα χρειάζεται βοήθεια για να κατανοήσει ή για να γίνει κατανοητό, εκτός αν αυτό αντιβαίνει στα συμφέροντα του θύματος ή βλάπτει την πορεία της διαδικασίας ή το πρόσωπο αυτό εμπλέκεται στην υπό διερεύνηση αξιόποινη πράξη.

Ανοιξε

Δικαίωμα λήψης πληροφοριών από την πρώτη επαφή με την αρμόδια αρχή

(άρθρο 57) 1. Στα θύματα, από την πρώτη τους επαφή με την Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, παρέχονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, με κάθε δυνατό κάθε φορά μέσο οι ακόλουθες πληροφορίες: α) για το είδος της υποστήριξης που μπορούν να λάβουν, καθώς και τον αρμόδιο φορέα παροχής αυτής, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, βασικών πληροφοριών σχετικά με την πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη, οποιαδήποτε ειδική υποστήριξη, συμπεριλαμβανομένης της ψυχολογικής βοήθειας και της στέγασης σε ξενώνες, β) για τους όρους και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της υποβολής έγκλησης και του δικαιώματος δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, γ) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις παροχής μέτρων προστασίας, δ) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις παροχής νομικής βοήθειας, ε) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις διεκδίκησης αποζημίωσης, στ) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις παροχής του δικαιώματος διερμηνείας και μετάφρασης, ζ) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις σύμφωνα με την οποία ασκούνται τα δικαιώματά τους σε αν διαμένουν σε έτερο κράτος – μέλος, η) για τις υφιστάμενες διαδικασίες υποβολής καταγγελιών αν τα δικαιώματά τους δεν γίνονται σεβαστά από την αρμόδια αρχή, θ) για τα στοιχεία επαφής, για λόγους επικοινωνίας και πληροφόρησης, σχετικά με την υπόθεσή τους, ι) για τις υφιστάμενες διαδικασίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης και τις αρμόδιες προς τούτο αρχές, ια) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις επιστροφής τυχόν εξόδων της συμμετοχής τους στην ποινική διαδικασία. 2. Η έκταση και η εξειδίκευση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διαφοροποιείται ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες και την προσωπική κατάσταση του θύματος, καθώς και με το είδος ή τη φύση της αξιόποινης πράξης. Κάθε αρμόδια αρχή, μπορεί περαιτέρω να παρέχει πρόσθετες λεπτομέρειες σε μεταγενέστερα στάδια ανάλογα με τις ανάγκες του θύματος και τη χρησιμότητα, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, αυτών των λεπτομερειών.

Ανοιξε

Δικαίωμα των θυμάτων να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση τους

(άρθρο 59 Ν. 4478/2017) Η ταχεία πληροφόρηση για την υπόθεση αποτελεί σημαντικό δικαίωμα των θυμάτων. Σύμφωνα με το άρθρο 59 του Ν. 4478/2017 τα θύματα κατά το στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης μπορούν να ζητήσουν πληροφορίες για το δικονομικό στάδιο που βρίσκεται η υπόθεσή τους από τον αρμόδιο εισαγγελέα, εφόσον η δικογραφία που έχει σχηματισθεί, έχει υποβληθεί σε αυτόν. Εάν το θύμα έχει κάνει δήλωση πολιτικής αγωγής, μπορείτε να έχετε πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας και να σας ανακοινωθούν τα σχετικά έγγραφα, μόλις ο κατηγορούμενος κληθεί σε απολογία, ή εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης ή βιαίας προσαγωγής (108 ΚΠΔ) ή αν το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση της αξιόποινης πράξης κληθεί από τις αρχές για παροχή εξηγήσεων. Μέχρι τότε, τηρείται μυστικότητα στη διαδικασία. Αναλυτικά, το δικαίωμα των θυμάτων να πληροφορούνται για την υπόθεση τους, περιλαμβάνει τα εξής: 1. Το θύμα ενημερώνεται χωρίς περιττή καθυστέρηση σχετικά με το δικαίωμά του να λαμβάνει πληροφορίες, εφόσον το ζητήσει, αναφορικά με την ποινική διαδικασία που κινήθηκε, κατόπιν της εκ μέρους του καταγγελίας της αξιόποινης πράξης, όσον αφορά ειδικότερα: α) Οποιαδήποτε διάταξη ή βούλευμα τα οποία αποφαίνονται να μη γίνει η κατηγορία ή να παύσει η ποινική δίωξη ή να μην ασκηθεί δίωξη κατά του δράστη, συμπεριλαμβανομένων και των λόγων ή σύντομης περίληψης των λόγων της εν λόγω διάταξης ή βουλεύματος. β) Το χρόνο και τόπο διεξαγωγής της δίκης και τη φύση των κατηγοριών κατά του δράστη. γ) Πληροφορίες σχετικά με την πορεία της ποινικής διαδικασίας και την οριστική απόφαση που εκδόθηκε, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον καταστεί νόμιμα διάδικος στην ποινική δίκη. δ) Πληροφορίες σχετικά με την άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης από το εκάστοτε αρμόδιο δικαστικό όργανο. Πληροφορίες σχετικά με την αποφυλάκιση ή την απόδραση ή τη χορήγηση άδειας του καταδικασθέντος από τα αρμόδια όργανα του Καταστήματος Κράτησης, καθώς και τυχόν μέτρα για την προστασία του σε περίπτωση αποφυλάκισης ή απόδρασης του δράστη. Οι ανωτέρω πληροφορίες παρέχονται, κατόπιν έγκρισης της εισαγγελικής αρχής, εφόσον υπάρχει ενδεχόμενος ή διαπιστωμένος κίνδυνος βλάβης του θύματος, εκτός αν υπάρχει διαπιστωμένος κίνδυνος βλάβης του δράστη λόγω της κοινοποίησης αυτών των πληροφοριών. 2. Όσα αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να αποστέλλονται σε προσωπική ηλεκτρονική ταχυδρομική διεύθυνση, την οποία έχει υποδείξει το θύμα ή να παραδίδονται στο θύμα αυτοπροσώπως ή στον διορισθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο του, αν έχει δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής. 3. Το θύμα δύναται οποτεδήποτε να ανακαλεί την αίτησή του αναφορικά με την άσκηση του συνόλου ή μέρους των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο δικαιωμάτων του, εξαιρουμένων των δικαιωμάτων πληροφόρησης που απορρέουν από την ιδιότητά του ως πολιτικώς ενάγων.

Ανοιξε

Δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης

(άρθρο 60 Ν. 4478/2017) Εφόσον το θύμα δεν κατανοεί ή δε μιλά την ελληνική γλώσσα μπορεί να υποβάλλει την έγκληση σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή να λάβει την αναγκαία γλωσσική βοήθεια, πάντοτε όμως με τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή σε άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, για τους οποίους σχετικά θα ενημερωθεί από τον αρμόδιο υπάλληλο. Μπορείτε να ζητήσετε να λάβετε δωρεάν μετάφραση του αντιγράφου της έγκλησης. Για το δικαίωμα των θυμάτων στη διερμηνεία και μετάφραση, ο νόμος προβλέπει τα εξής (άρθρο 60 του Ν.4478/2017): 1. Σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όταν πρόκειται να εξετασθεί θύμα, το οποίο δεν ομιλεί ή δεν κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα, του παρέχεται χωρίς καθυστέρηση δωρεάν διερμηνεία. Εφόσον τούτο είναι αναγκαίο, διατίθεται διερμηνεία για την επικοινωνία μεταξύ του θύματος που έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής και του πληρεξούσιου δικηγόρου του σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας. Το, κατά τα ανωτέρω εδάφια, δικαίωμα σε διερμηνεία περιλαμβάνει την προσήκουσα συνδρομή σε άτομα με πρόβλημα ακοής ή ομιλίας. Αν η διερμηνεία είναι με άλλον τρόπο αδύνατη, μπορεί να λαμβάνει χώρα διερμηνεία της διερμηνείας μέσω τρίτης γλώσσας. 2. Εφόσον απαιτείται, μπορεί να γίνεται χρήση τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως η τηλεδιάσκεψη, το τηλέφωνο ή το διαδίκτυο, εκτός αν η προσωπική παρουσία του διερμηνέα κριθεί από τον εξετάζοντα απαραίτητη. 3. Στο θύμα που δεν κατανοεί ή δεν ομιλεί την ελληνική γλώσσα, παρέχεται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και εφόσον το έχει ζητήσει εγγράφως: α) γραπτή μετάφραση των πληροφοριών που είναι ουσιώδεις για την άσκηση των δικαιωμάτων του κατά την ποινική διαδικασία, σε γλώσσα που κατανοεί, δωρεάν και στο βαθμό που οι πληροφορίες αυτές τίθενται στη διάθεση των θυμάτων στην ελληνική γλώσσα, β) γραπτή μετάφραση σε γλώσσα που κατανοεί, των πληροφοριών και των εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 59 του παρόντος νόμου. 4. Στο θύμα που έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής και δεν κατανοεί τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας, παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των ουσιωδών εγγράφων ή χωρίων εγγράφων της διαδικασίας, τα οποία είναι ουσιώδη για την άσκηση των δικαιωμάτων του κατά την ποινική διαδικασία. Το θύμα που έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής ή ο διορισθείς πληρεξούσιος δικηγόρος του μπορούν να υποβάλλουν αιτιολογημένο αίτημα για το χαρακτηρισμό εγγράφων ή χωρίων εγγράφων ως ουσιωδών. Δεν υφίσταται απαίτηση μετάφρασης χωρίων ουσιωδών εγγράφων, τα οποία δεν συμβάλλουν στην ενεργή συμμετοχή των θυμάτων στην ποινική διαδικασία. 5. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, η έγγραφη μετάφραση μπορεί να αντικατασταθεί από προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη του περιεχομένου των ουσιωδών εγγράφων υπό τον όρο ότι αυτή η προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη δεν επηρεάζει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. 6. Το θύμα που έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής ή ο διορισθείς πληρεξούσιος δικηγόρος του μπορούν να υποβάλλουν αντιρρήσεις κατά της απόφασης με την οποία κρίνεται ότι δεν απαιτείται μετάφραση εγγράφων ή χωρίων εγγράφων ή όταν η ποιότητά της δεν είναι επαρκής. Επί των αντιρρήσεων αποφασίζει κατά την προδικασία ο Εισαγγελέας, κατά την κύρια ανάκριση το Δικαστικό Συμβούλιο και κατά την κύρια διαδικασία το Δικαστήριο. 7. Το θύμα έχει δικαίωμα να παραιτηθεί από το δικαίωμα μετάφρασης εγγράφων υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγουμένως συμβουλευθεί συνήγορο ή ότι έχει με άλλον τρόπο λάβει πλήρη γνώση των συνεπειών της παραίτησης. Η παραίτηση πρέπει να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του προσώπου και να μην περιέχει όρο ή αίρεση. 8. Σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, η αρμόδια διωκτική, εισαγγελική ή δικαστική αρχή εξακριβώνει με κάθε πρόσφορο μέσο, κατά πόσον το θύμα ομιλεί και κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα και αν χρειάζεται τη συνδρομή διερμηνέα. Το θύμα έχει δικαίωμα να ασκήσει αντιρρήσεις κατά της απόφασης με την οποία κρίθηκε ότι δεν είναι αναγκαία η παροχή διερμηνείας ή όταν η ποιότητα της διερμηνείας δεν είναι επαρκής. Επί των αντιρρήσεων αποφασίζει κατά την προδικασία ο Εισαγγελέας, κατά την κύρια ανάκριση το Δικαστικό Συμβούλιο και κατά την κύρια διαδικασία το Δικαστήριο. 9. Η διερμηνεία και η μετάφραση, καθώς και η τυχόν εξέταση προσβολής απόφασης για τη μη παροχή διερμηνείας ή μετάφρασης, δυνάμει του παρόντος άρθρου, δεν καθυστερεί αδικαιολόγητα την ποινική διαδικασία. 10. Ως προς τη διαδικασία διορισμού του διερμηνέα, τα προσόντα του, τα κωλύματά του, την υποχρέωσή του αποδοχής των καθηκόντων του και τον όρκο του εφαρμόζονται τα οριζόμενα στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 233, του άρθρου 234, 235 και 236 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 11. Όταν πρόκειται να γίνει μετάφραση εγγράφων που απαιτεί οπωσδήποτε μακρόχρονη απασχόληση, ορίζεται προθεσμία στην οποία ο διερμηνέας θα πρέπει να παραδώσει τη μετάφραση. Η προθεσμία μπορεί να παραταθεί και αν περάσει άπρακτη, παύεται ο διερμηνέας που είχε διοριστεί και διορίζεται άλλος. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που διορίστηκε ασκεί τα έργα του κατά τρόπο ανεπαρκή ή αμελή. Κατ’ εξαίρεση, όταν το θύμα αγνοεί την ελληνική γλώσσα και αποδεικνύεται δυσχερής ο διορισμός κατάλληλου διερμηνέα, μπορεί, κατά την ανάκριση, να καταθέσει γραπτώς σε ξένη γλώσσα. Η κατάθεση εντάσσεται στη δικογραφία μαζί με τη μετάφραση, που γίνεται αργότερα σύμφωνα με τα ανωτέρω οριζόμενα. 12. Όταν η γλώσσα είναι ελάχιστα γνωστή, μπορεί κατ’ εξαίρεση να διοριστεί διερμηνέας του διερμηνέα. 13. Για την εξέταση του θύματος σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όταν αυτή γίνεται με τη συνδρομή διερμηνέα ή όταν γίνεται προφορική μετάφραση ή σύνοψη βασικών εγγράφων ή για την παραίτηση του ανωτέρω από το δικαίωμα της μετάφρασης, συντάσσεται έκθεση ή γίνεται ειδική μνεία στην έκθεση που συντάσσεται από το αρμόδιο κάθε φορά όργανο.

Ανοιξε

Το Δικαίωμα πρόσβασης σε υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυμάτων

(άρθρο 61 Ν. 4478/2017) Για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη, όλα τα θύματα εγκλήματος έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε υπηρεσίες γενικής ή ειδικής κοινωνικής και ψυχολογικής υποστήριξης, πριν, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και μετά το πέρας αυτής. Η παροχή αυτών των υπηρεσιών αποτελεί ευθύνη της πολιτείας και πρέπει να παρέχονται δωρεάν στα θύματα εγκλήματος. Ειδικότερα, το άρθρο 61 του Ν. 4478/2017 προβλέπει τα εξής: 1. Το θύμα, ανάλογα με τις ανάγκες του, δικαιούται να έχει πρόσβαση σε δωρεάν και εμπιστευτικές υπηρεσίες γενικής ή ειδικής υποστήριξης και φροντίδας, πριν, κατά και για εύλογο χρονικό διάστημα, μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να επεκταθεί και στους οικείους του θύματος, ανάλογα με τις ανάγκες τους και με τη βαρύτητα της βλάβης που υπέστησαν λόγω της αξιόποινης πράξης που τελέστηκε εις βάρος του θύματος. 2. Η Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, στην οποία κατατέθηκε η καταγγελία του θύματος, ενημερώνει και παραπέμπει το θύμα, κατόπιν αίτησής του, σε υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας, ανάλογα με τις ανάγκες του και τη βαρύτητα της βλάβης που υπέστη από την αξιόποινη πράξη. 3. Η πρόσβαση σε υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυμάτων του παρόντος δεν εξαρτάται από τη νομότυπη ή μη υποβολή της καταγγελίας της αξιόποινης πράξης. 4. Οι υπηρεσίες γενικής ή ειδικής υποστήριξης και φροντίδας θυμάτων παρέχονται από την Αστυνομία και κάθε αρμόδια αρχή, καθώς και από δημόσιους φορείς όπως, ιδίως, οι κοινωνικές υπηρεσίες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α΄και Β΄ βαθμού, οι δομές ψυχικής υγείας για ενήλικες, παιδιά και εφήβους, οι συμπαραστάτες του δημότη, τα Κέντρα Κοινότητας, τα συμβουλευτικά κέντρα της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, υποστηρικτικές δομές του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εξειδικευμένες υπηρεσίες ανηλίκων θυμάτων, όπως τα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου λειτουργούν, καθώς και από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και ενώσεις προσώπων που οργανώνονται σε επαγγελματική ή σε εθελοντική βάση, ανάλογα με τη φύση των υπηρεσιών. 5. Τα τέκνα γυναικών θυμάτων προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας, οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, ενδοοικογενειακής βίας, εμπορίας ανθρώπων, σωματεμπορίας, καθώς και εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά έχουν δικαίωμα στα μέτρα υποστήριξης και φροντίδας του παρόντος άρθρου.

Ανοιξε

Υποστήριξη από τις υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων

(άρθρο 62 Ν. 4478/2017) Τί είδους υποστήριξη μπορεί να λάβει το θύμα από τις υπηρεσίες; Ποιες συμβουλές, από πού και πώς; Οι υπηρεσίες ειδικής υποστήριξης θα πρέπει να βασίζονται σε ολοκληρωμένη και στοχευμένη προσέγγιση, η οποία λαμβάνει υπόψη κυρίως τις ειδικές ανάγκες των θυμάτων, τη σοβαρότητα της βλάβης που υπέστησαν λόγω της αξιόποινης πράξης, καθώς και τη σχέση ανάμεσα στα θύματα, τους δράστες, τα παιδιά και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον τους. Βασικό καθήκον των υπηρεσιών αυτών και του προσωπικού τους, που έχουν καίριο ρόλο στην υποστήριξη του θύματος, ώστε να συνέλθει από τη βλάβη ή το τραύμα που έχει πιθανώς υποστεί από την αξιόποινη πράξη και να τα ξεπεράσει, θα πρέπει να είναι η ενημέρωση των θυμάτων, σχετικά με τα δικαιώματα που θεσπίζονται στον παρόντα νόμο ώστε τα θύματα να μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις σε ενθαρρυντικό περιβάλλον που τα αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια, σεβασμό και ευαισθησία. Σύμφωνα με το άρθρο 62 του Ν.4478/2017 οι παρεχόμενες υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας προς το θύμα αφορούν τουλάχιστον τα εξής: α) πληροφορίες, συμβουλές και υποστήριξη σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων του θύματος, μεταξύ άλλων και της δυνατότητάς του να αξιώσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την αξιόποινη πράξη, καθώς και τον τρόπο συμμετοχής του στην ποινική διαδικασία, είτε ως πολιτικώς ενάγων, είτε ως μάρτυρας, β) πληροφορίες σχετικά με τις υπάρχουσες σχετικές υπηρεσίες ειδικής υποστήριξης ή άμεση παραπομπή σε αυτές, γ) συναισθηματική και ψυχολογική υποστήριξη, δ) συμβουλές σχετικά με οικονομικά και πρακτικά θέματα που ανακύπτουν από το έγκλημα, ε) συμβουλές σχετικά με τον κίνδυνο και την αποτροπή δευτερογενούς και επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης, εκφοβισμού και αντεκδίκησης, εκτός αν παρέχονται με άλλο τρόπο από άλλες δημόσιες ή ιδιωτικές υπηρεσίες. 2. Οι υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυμάτων οφείλουν να εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή τις ειδικές ανάγκες του θύματος που υπέστη σημαντική βλάβη λόγω της σοβαρότητας του εγκλήματος. 3. Εκτός από τις περιπτώσεις που παρέχονται με άλλο τρόπο από άλλες δημόσιες ή ιδιωτικές υπηρεσίες, οι υπηρεσίες ειδικής υποστήριξης και φροντίδας θυμάτων παρέχουν τουλάχιστον τα εξής: α) κέντρα υποδοχής ή άλλη κατάλληλη προσωρινή στέγαση του θύματος, που χρειάζεται ασφαλή τόπο παραμονής λόγω άμεσου κινδύνου δευτερογενούς και επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης, εκφοβισμού και αντεκδίκησης, β) στοχευμένη και ολοκληρωμένη υποστήριξη για το θύμα με ιδιαίτερες ανάγκες, όπως είναι το θύμα ρατσιστικής βίας, σεξουαλικής βίας, βίας λόγω ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου και βίας στο πλαίσιο στενών διαπροσωπικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένης της μετατραυματικής υποστήριξης και συμβουλευτικής.

Ανοιξε

Δικαίωμα διασφαλίσεων στο πλαίσιο υπηρεσιών αποκαταστατικής δικαιοσύνης

(αρθρο 63) 1. Για την προφύλαξη του θύματος από δευτερογενή και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση και από εκφοβισμό, κατά την παροχή ενδεχόμενων υπηρεσιών αποκαταστατικής δικαιοσύνης, όπου αυτές προβλέπονται από ειδικότερες διατάξεις: α) Τα μέτρα αποκαταστατικής δικαιοσύνης προσφέρονται από προσωπικό εκπαιδευμένο να αναγνωρίζει τις μεταβλητές επιπτώσεις της προσφοράς στο θύμα και να αξιολογεί τις ιδιαίτερες ανάγκες του. Στο θύμα παρέχονται πληροφορίες σχετικά με το πού μπορεί να έχει πρόσβαση σε ανεξάρτητη στήριξη και συμβουλές. Το θύμα αποφασίζει για το αν δέχεται ή απορρίπτει την προσφορά μετά την παρέλευση τουλάχιστον τριών (3) εβδομάδων από την πρόταση της προσφοράς, ώστε να διασφαλίζεται η ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεσή του, η οποία μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε. β) Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητος και λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των αρμοδίων δικαστικών και εισαγγελικών αρχών, οι διαδικασίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης εφαρμόζονται μόνο αν είναι προς το συμφέρον του θύματος και τα μέτρα αποσκοπούν να αποκαταστήσουν τη ζημία που υπέστη το θύμα από την τέλεση της αξιόποινης πράξης και να αποφευχθεί η πρόκληση περαιτέρω ζημίας. γ) Ο δράστης πρέπει να έχει αναγνωρίσει τα βασικά περιστατικά της υπόθεσης. δ) Το θύμα λαμβάνει πλήρεις και αντικειμενικές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία και την πιθανή έκβαση της εν λόγω διαδικασίας, καθώς και σχετικά με τις διαδικασίες ελέγχου της εφαρμογής ενδεχόμενης συμφωνίας και τα αποτελέσματα αυτής. ε) Στο θύμα προσφέρεται υποστήριξη πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη συμμετοχή σε οποιαδήποτε διαδικασία εφαρμογής μέτρων αποκαταστατικής δικαιοσύνης. στ) Στο θύμα που προτιμά να μην συναντήσει τον δράστη, δίνεται η επιλογή της έμμεσης διαμεσολάβησης ή οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέτρο εκτός αν οι αρμόδιες δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές κρίνουν άλλως. Η τυχόν διαφορετική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Σε κάθε περίπτωση, ο τυχόν πληρεξούσιος δικηγόρος του δράστη δύναται να υποβάλλει ερωτήσεις προς το θύμα δια μέσου του ενεργούντος τη διαδικασία της διαμεσολάβησης. ζ) Οι συνομιλίες στις διαδικασίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης που δεν διεξάγονται δημοσίως, είναι εμπιστευτικές και δεν δημοσιοποιούνται στη συνέχεια, εκτός αν συμφωνούν τα εμπλεκόμενα μέρη ή αν αυτό επιβάλλεται από λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος κατά την κρίση της αρμόδιας δικαστικής ή εισαγγελικής αρχής. η) Κάθε συμφωνία που συνάπτεται εκουσίως από αμφότερα τα μέρη και επικυρώνεται από τον αρμόδιο δικαστή ή εισαγγελέα με σύμπραξη γραμματέα, έχει την αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου, μπορεί δε να λαμβάνεται υπόψη σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας μεταξύ των ίδιων διαδίκων. θ) Κατά τη διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης, μπορούν να παρέχονται στο θύμα ή στον δράστη, περισσότερες από μία ακροάσεις, κατόπιν αίτησης των τελευταίων, έτσι ώστε να είναι πλήρως κατανοητή η διαδικασία και τα αποτελέσματα αυτής. ι) Το θύμα που έλαβε μέρος στη διαδικασία μέτρων αποκαταστατικής δικαιοσύνης ενημερώνεται για τη δυνατότητα του δράστη να εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας. ια) Κατά τη διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης παρέχονται στα διάδικα μέρη πληροφορίες που είναι επωφελείς για αμφότερα τα μέρη. ιβ) Κατά τη διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης αμφότερα τα διάδικα μέρη μπορούν να παρίστανται με συνήγορο ή και αυτοπροσώπως. 2. Οι υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυμάτων, όταν ενδείκνυται η εφαρμογή διαδικασίας αποκαταστατικής δικαιοσύνης, ενθαρρύνουν το θύμα να επισκεφθεί τις υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης.

Ανοιξε

Δικαιώματα θυμάτων που κατοικούν σε άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε.

(άρθρο 64) Ο τόπος κατοικίας του θύματος εκτός της Ελλάδας δεν επηρεάζει τα δικαιώματα του θύματος. Γενικά, αν το θύμα διαμένει σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφορετικό από εκείνο που διεπράχθη το έγκλημα δεν ακυρώνει το δικαίωμα του θύματος να υποβάλλει έγκληση για τη δίωξη της πράξης και να συμμετάσχει στην ποινική διαδικασία. Συγκεκριμένα, το άρθρο 64 του Ν.4478/2017 προβλέπει τα εξής: 1. Όταν το θύμα κατοικεί σε κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφορετικό από εκείνο της τέλεσης της αξιόποινης πράξης: α) καλείται να καταθέτει αμέσως μετά την καταγγελία της αξιόποινης πράξης και β) εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 233 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τη χρήση τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως η τηλεδιάσκεψη, το τηλέφωνο ή το διαδίκτυο. 2. Όταν το θύμα κατοικεί στην ημεδαπή και η αξιόποινη σε βάρος του πράξη τελέσθηκε σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να υποβάλλει την έγκλησή του στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου κατοικίας του, ο οποίος, εφόσον τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία, τη διαβιβάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην αρμόδια δικαστική αρχή του αντίστοιχου κράτους – μέλους, δια του Εισαγγελέως Εφετών. 3. Δεν υφίσταται υποχρέωση διαβίβασης της έγκλησης στο κράτος – μέλος του τόπου τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σε περίπτωση που εφαρμόζονται οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι και έχει κινηθεί η ποινική δίωξη. Σε αυτή την περίπτωση για σκοπούς ενημέρωσης και προκειμένου να ενισχυθεί η αμοιβαία δικαστική συνδρομή, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η δικογραφία, ενημερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και δια του Εισαγγελέως Εφετών, την αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους – μέλους στο οποίο τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη.

Ανοιξε

Δικαίωμα να αποφεύγεται η επαφή μεταξύ θύματος και δράστη

(άρθρο 65 Ν. 4478/2017) Το θύμα μπορεί να προστατευθεί από την ενδεχόμενη επαφή με το δράστη του εγκλήματος χωρίς αυτό να αποτελεί πρόβλημα ή εμπόδιο στη ροή της ποινικής διαδικασίας. Ο στόχος αυτής της ρύθμισης είναι η διασφάλιση της ασφάλειας του θύματος, καθώς και η πρόληψη της δευτερογενούς ή πολλαπλής θυματοποίησης. Προβλέπονται επίσης πρακτικοί τρόποι για την εφαρμογή αυτού του δικαιώματος και η λήψη συγκεκριμένων μέτρων, όπως είναι η πρόβλεψη για ξεχωριστές εισόδους στα κτήρια της αστυνομίας και στα δικαστήρια, ξεχωριστές αίθουσες αναμονής, η προσέλευση στους χώρους του δράστη και του θύματος σε διαφορετικές ώρες κ.α. Συγκεκριμένα, το άρθρο 65 του Ν. 4478/2017 προβλέπει τα εξής: 1. Το θύμα μπορεί να ζητήσει εγγράφως τη λήψη μέτρων για την αποφυγή της επαφής μεταξύ αυτού και εφόσον απαιτείται, των μελών της οικογένειάς του και του δράστη στους χώρους διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας. Για την παραπάνω αίτηση αποφαίνεται αμετακλήτως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο του τόπου διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν αυτή ευρίσκεται, δικάζοντας με την αυτόφωρη διαδικασία. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τους μάρτυρες, στο σχεδιασμό νέων δικαστικών κτηρίων πρέπει να προβλέπονται χωριστοί χώροι αναμονής για τα θύματα.

Ανοιξε

Δικαίωμα προστασίας των θυμάτων κατά την ποινική έρευνα

(άρθρο 66 Ν. 4478/2017) Προκειμένου να μην ταλαιπωρείται ιδιαίτερα το θύμα κατά το διάστημα της διερεύνησης του εγκλήματος, ο νόμος ορίζει συγκεκριμένα δικαιώματα και διαδικασίες (άρθρο 66 του Ν. 4478/2017). Συγκεκριμένα, προβλέπονται διαδικασίες χωρίς καθυστέρηση, η συνοδεία των θυμάτων από το νόμιμο εκπρόσωπο τους ή άλλο πρόσωπο της επιλογής τους, ο περιορισμός των ιατρικών εξετάσεων στις αυστηρά αναγκαίες και ειδική ρύθμιση σε περίπτωση που το θύμα είναι ανήλικο. Επακριβώς, το άρθρο 66 του Ν. 4478/2017 προβλέπει: Οι διωκτικές, εισαγγελικές και δικαστικές αρχές διασφαλίζουν ότι, στον βαθμό που δεν τίθεται σε κίνδυνο η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας: α) η εξέταση των θυμάτων διενεργείται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση μετά την καταγγελία της αξιόποινης πράξης προς την αρμόδια αρχή και με όσο το δυνατόν περιορισμένο και αναγκαίο αριθμό καταθέσεων από πλευράς θύματος, β) τα θύματα, εφόσον δεν παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο της επιλογής τους ή τον τυχόν αυτεπαγγέλτως διορισθέντα, μπορούν να συνοδεύονται από τον νόμιμο εκπρόσωπό τους ή από άλλο φυσικό πρόσωπο της επιλογής τους, εκτός αν έχει ληφθεί αιτιολογημένη απόφαση για το αντίθετο σχετικά με ένα ή και τα δύο αυτά πρόσωπα, γ) οι ιατρικές εξετάσεις περιορίζονται στο ελάχιστο και διενεργούνται μόνο όταν είναι αυστηρά αναγκαίο για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας και προς διερεύνηση της αλήθειας των καταγγελλομένων, δ) αν το θύμα είναι ανήλικο, εκείνος που το εξετάζει καταγράφει κατά λέξη στην έκθεση και τις ερωτήσεις που του απευθύνει.

Ανοιξε

Δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής

(άρθρο 67 Ν. 4478/2017) Η δημόσια έκθεση του θύματος συχνά οδηγεί σε δευτερογενή και πολλαπλή θυματοποίηση, εκφοβισμό και αντεκδίκηση. Η ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα του θύματος θα πρέπει να τυγχάνουν ειδικής προστασίας και σεβασμού απ΄όλους και ειδικά τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Τόσο η δημοσιότητα όσο και η καταγραφή των δικών θα πρέπει να είναι περιορισμένες. Το άρθρο 67 του Ν. 4478/2017 περιλαμβάνει αυτό ακριβώς το δικαίωμα της προστασίας της ιδιωτικής ζωής του θύματος. Προβλέπονται τα εξής: 1. Κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, οι αρμόδιες διωκτικές, εισαγγελικές και δικαστικές αρχές εφαρμόζουν κατάλληλα μέτρα για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος, που προκύπτουν από τη διαδικασία ατομικής αξιολόγησης, κατά το άρθρο 68 του παρόντος νόμου και της εικόνας των θυμάτων και των μελών της οικογένειάς τους και ιδίως, για να αποτραπεί η διάδοση κάθε πληροφορίας που μπορεί να διευκολύνει τον εντοπισμό των ανήλικων θυμάτων ή των θυμάτων που χρήζουν ειδικής προστασίας. 2. Αν η δημοσιότητα της συνεδρίασης είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί λόγοι να προστατευθεί ο ιδιωτικός ή οικογενειακός βίος των διαδίκων, ιδίως αν η δημοσιότητα σε δίκη εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρμό του θύματος και μάλιστα ανηλίκου, το δικαστήριο διατάσσει τη διεξαγωγή της δίκης ή ενός μέρους της χωρίς δημοσιότητα. Για τον αποκλεισμό της δημοσιότητας, το δικαστήριο, αφού ακούσει τον εισαγγελέα και τους διαδίκους, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση και την απαγγέλει σε δημόσια συνεδρίαση. 3. Η ιδιωτική ζωή και η ταυτότητα του θύματος προστατεύεται από κάθε εμπλεκόμενη υπηρεσία και η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του γίνεται πάντοτε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται. 4. Η ολική ή μερική μετάδοση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και η κινηματογράφηση και μαγνητοσκόπηση της δίκης ενώπιον ποινικού δικαστηρίου απαγορεύεται. Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον. 5. Η μετάδοση από την τηλεόραση ή η κινηματογράφηση ή μαγνητοσκόπηση ή φωτογράφηση των θυμάτων που εμφανίζονται ενώπιον των εισαγγελικών ή αστυνομικών και λοιπών αρχών απαγορεύεται.

Ανοιξε

Ατομική Αξιολόγηση των Θυμάτων-Ειδική προστασία

(άρθρο 68 Ν. 4478/2017) Για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη προβλέπεται η ατομική αξιολόγηση των θυμάτων που κινδυνεύουν από δευτερογενή ή πολλαπλή θυματοποίηση, εκφοβισμό και αντεκδίκηση. Ειδική προστασία προβλέπεται στα ‘ευάλωτα’ θύματα, όπως είναι τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, τρομοκρατίας, οργανωμένου εγκλήματος, βίας στο πλαίσιο διαπροσωπικών σχέσεων, σεξουαλικής βίας ή εκμετάλλευσης, έμφυλης βίας, εγκλημάτων μίσους, θυμάτων με αναπηρίες, καθώς και τα παιδιά θύματα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 68 του Ν. 4478/2017 προβλέπει τα εξής: 1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, οι διωκτικές, εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, ενώπιον των οποίων εκκρεμεί η υπόθεση, ενημερώνουν και παραπέμπουν το θύμα, κατόπιν αίτησής του, στις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που διενεργούν εγκαίρως ατομική αξιολόγηση του θύματος για τον προσδιορισμό τυχόν ειδικών αναγκών προστασίας του, ώστε να εκτιμηθεί, αν, και σε ποιο βαθμό, το θύμα μπορεί να επωφεληθεί από ειδικά μέτρα προστασίας κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 69, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος να υποστεί δευτερογενή και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση, εκφοβισμό και αντεκδίκηση. 2. Στην ατομική αξιολόγηση λαμβάνονται κυρίως υπόψη: α) τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος, όπως η ηλικία, η φυλή, το χρώμα, η θρησκεία, η εθνικότητα ή εθνοτική καταγωγή, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου ή η αναπηρία, το καθεστώς διαμονής ή κατοικίας, οι δυσκολίες επικοινωνίας, η σχέση συγγένειας ή έτερης άλλης εξάρτησης με τον δράστη, καθώς και το ιστορικό προηγούμενης θυματοποίησης, β) ο βαθμός της βλάβης που υπέστη το θύμα, το είδος, η σοβαρότητα και η φύση του εγκλήματος, ιδίως, τρομοκρατία, οργανωμένο έγκλημα, εμπορία ανθρώπων, βία λόγω φύλου, ρατσιστική βία, ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλική βία ή εκμετάλλευση ή έγκλημα μίσους, γ) οι περιστάσεις του εγκλήματος.

Ανοιξε

Δικαίωμα προστασίας θυμάτων με ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας

(άρθρο 69 Ν. 4478/2017) Τα θύματα με ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας προστατεύονται με εξειδικευμένα μέτρα, κατάλληλο και εξειδικευμένο προσωπικό και συγκεκριμένους φορείς. Το άρθρο 69 του Ν. 4478/2017 περιγράφει λεπτομερώς τους τρόπους προστασίας των ειδικών θυμάτων: 1. Τα θύματα με ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας επωφελούνται ειδικών μέτρων, τα οποία αποφασίζονται μετά από τη διενέργεια ατομικής αξιολόγησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 68. Ειδικό μέτρο που αποφασίσθηκε μετά από ατομική αξιολόγηση δεν εφαρμόζεται, αν δυσχεραίνεται η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας ή όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη εξέτασης του θύματος και η παράλειψη εξέτασής του θα μπορούσε να βλάψει το θύμα ή άλλο πρόσωπο ή να θίξει την πορεία της διαδικασίας. 2. Κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας, τα θύματα με ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας που αναγνωρίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 68 έχουν στη διάθεσή τους τα ακόλουθα μέτρα: α) το θύμα εξετάζεται σε χώρους που έχουν σχεδιασθεί ή προσαρμοσθεί για το σκοπό αυτόν, β) η εξέταση του θύματος διεξάγεται από ειδικά εκπαιδευμένους για το σκοπόν αυτό προανακριτικούς υπαλλήλους ή εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς, γ) κάθε εξέταση του θύματος διεξάγεται από τα ίδια πρόσωπα, εκτός αν αυτό δυσχεραίνει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, δ) κάθε εξέταση θυμάτων σεξουαλικής βίας, βίας λόγω φύλου ή ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον δεν διεξάγεται από εισαγγελέα ή δικαστή, διεξάγεται από πρόσωπο του ίδιου με το θύμα φύλου, εφόσον το επιθυμεί το θύμα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρακωλύεται η πορεία της ποινικής διαδικασίας. 3. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παράγραφος 4, 323Β εδάφιο α΄, 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351, 351Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα 29 παράγραφοι 5 και 6 και 30 του ν. 4251/2014 διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων ή που περιλαμβάνεται στον πίνακα πραγματογνωμόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων. Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και συντάσσει γραπτή έκθεση με τις διαπιστώσεις, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς διά του παρισταμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Κατά την εξέταση ο ανήλικος μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως. 4. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α και 351 του Ποινικού Κώδικα, διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος προετοιμάζει τον παθόντα για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του παθόντος και συντάσσει γραπτή έκθεση με τις διαπιστώσεις του, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Κατά την εξέταση παρίσταται ο ψυχίατρος ή ο ψυχολόγος και ο παθών μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη. Η κατάθεση του παθόντος συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του παθόντος αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. 5. Αν το θύμα είναι κωφός ή άλαλος, η εξέτασή του γίνεται ως εξής: όλες οι ερωτήσεις και οι τυχόν παρατηρήσεις δίνονται στον κωφό, αφού καταγραφούν από τον γραμματέα της ανάκρισης ή του δικαστηρίου, ενώ οι απαντήσεις δίνονται από αυτόν γραπτώς ή στη νοηματική γλώσσα. Στον άλαλο οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις δίνονται προφορικά και αυτός απαντά γραπτώς ή στη νοηματική γλώσσα. Στο ακροατήριο οι γραπτές απαντήσεις που δόθηκαν από τον κωφό ή άλαλο, αφού μονογραφηθούν από τον πρόεδρο και τον γραμματέα, καταγράφονται στα πρακτικά και συνοδεύουν τη δικογραφία. Αν ο κωφός ή ο άλαλος δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει, όποιος διεξάγει την ανάκριση ή διευθύνει τη συζήτηση διορίζει έναν ή δύο διερμηνείς, που, αν είναι δυνατό, εκλέγονται κατά προτίμηση μεταξύ των προσώπων που συνήθισαν να συνεννοούνται με τον κωφό ή άλαλο. Κατά τα άλλα τηρούνται αν είναι δυνατό οι διατάξεις που αναφέρονται στους διερμηνείς. 6. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, τα θύματα με ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 1 του παρόντος, έχουν στη διάθεσή τους τα ακόλουθα μέτρα: α) Κατάθεση του θύματος που δόθηκε κατά την παράγραφο 4 του παρόντος, η οποία έχει συνταχθεί εγγράφως ή με τη χρήση ηλεκτρονικού οπτικοακουστικού μέσου, αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέτασή του, αν δεν έχει εξετασθεί στην προδικασία ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του παθόντος γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση ή σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο με τη χρήση ηλεκτρονικού οπτικοακουστικού μέσου, η οποία αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στο ακροατήριο, ώστε να αποφεύγεται κάθε οπτική επαφή μεταξύ αυτού και του δράστη. Οι υποπαράγραφοι 1 και 2 της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές. β) Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου θύματος που δόθηκε κατά την παράγραφο 3 του παρόντος, η οποία έχει συνταχθεί εγγράφως ή με τη χρήση ηλεκτρονικού οπτικοακουστικού μέσου, αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως, εφόσον κρίνεται απολύτως αναγκαίο. Ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου, αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτό βρίσκεται, από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι υποπαράγραφοι 1 και 2 της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές. γ) Κατά την εξέταση αποφεύγονται ερωτήσεις σχετικά με την ιδιωτική ζωή του θύματος που δεν έχουν σχέση με την αξιόποινη πράξη. 7. Όταν το θύμα είναι ανήλικο και οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας αυτού αποκλείονται από την εκπροσώπησή του, λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του ανηλίκου ή στην περίπτωση που το ανήλικο θύμα είναι ασυνόδευτο ή ζει χωριστά από την οικογένειά του, η αρμόδια εισαγγελική ή δικαστική αρχή, ανάλογα με το στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όπου εκκρεμεί η υπόθεση, διορίζει ως ειδικό εκπρόσωπο του ανήλικου θύματος έναν Επιμελητή Ανηλίκων. Όταν το ανήλικο θύμα δικαιούται συνήγορο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3226/2004, δικαιούται να έχει νομικές συμβουλές και νομικό εκπρόσωπο, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματός του, σε διαδικασίες όπου υπάρχει ή θα μπορούσε να υπάρξει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του ανήλικου θύματος και των δικαιούχων της γονικής μέριμνας. 8. Όταν είναι αβέβαιο αν η ηλικία του θύματος είναι κάτω ή άνω των δεκαοκτώ ετών, τεκμαίρεται ότι το θύμα είναι ανήλικο για τους σκοπούς του παρόντος νόμου.

Ανοιξε

Δικαιώματα του μάρτυρα εγκλήματος

Αν πρέπει εξεταστείτε ως μάρτυρας ο εισαγγελέας ή ο αρμόδιος για την υπόθεση σας αστυνομικός, ως προανακριτικός υπάλληλος, ο Πταισματοδίκης ή ο Ανακριτής θα σας στείλει σχετική πρόσκληση (κλήση). Μετά την παραλαβή της κλήσης θα πρέπει να εμφανιστείτε για να ληφθεί η κατάθεσή σας. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης θα κληθείτε να πείτε τι συνέβη και ενδέχεται να σας ζητηθεί να απαντήσετε σε επιπλέον ερωτήσεις. Μπορείτε να αρνηθείτε να καταθέσετε, εάν είστε συγγενής του φερόμενου ως δράστη (222 ΚΠΔ). Εάν έχετε προβλήματα ακοής ή ομιλίας, η εξέταση μπορεί να γίνει γραπτά. Αν δε μιλάτε Ελληνικά, έχετε δικαίωμα για διερμηνέα χωρίς χρέωση. Αν ανήκετε σε ειδική κατηγορία μαρτύρων (θύμα εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας), ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος θα σας προετοιμάσει για την εξέταση, συνεργαζόμενος με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς, χρησιμοποιώντας κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, ώστε να αποφανθεί για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική σας κατάσταση. Κατά την εξέταση σας παρίσταται ο ψυχίατρος ή ο ψυχολόγος και θα μπορείτε να συνοδεύεσθε από τον νόμιμο εκπρόσωπό σας, εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφαση. Η κατάθεσή σας θα συνταχθεί εγγράφως και θα καταχωρηθεί και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, όταν αυτό είναι δυνατόν, ώστε με την ηλεκτρονική προβολή αυτής, να μην απαιτηθεί η φυσική παρουσία σας στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. Σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, ως μέλος της οικογένειας θα εξετασθείτε χωρίς όρκο. Αν είστε ανήλικος, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης δεν θα κλητευθείτε ως μάρτυρας στο ακροατήριο, αλλά θα αναγνωσθεί η κατάθεσή σας, εφόσον υπάρχει, εκτός εάν η εξέτασή σας κριθεί αναγκαία από το δικαστήριο. Σε υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων, ο νόμος 4620/2019 άρθρο 228 (όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 121 ΝΟΜΟΣ 4855/2021 με ισχύ την 12/11/2021) ορίζει τα πιο κάτω: 1. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α, 336, στην παρ. 4 του άρθρου 337, στα άρθρα 338, 343, 345 και στην παρ. 3 του άρθρου 349 ΠΚ διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά τα άρθρα 204 έως 208. 2. Ο ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος προετοιμάζει τον παθόντα για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του παθόντα και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Κατά την εξέταση παρίσταται ο ψυχίατρος ή ο ψυχολόγος και ο παθών μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός αν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφαση του για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη. Η παρ. 3 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως. 3. Η κατάθεση του παθόντα συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, όταν αυτό είναι δυνατόν. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του παθόντα αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. 4. Αν δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της, η γραπτή κατάθεση του παθόντα αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο. 5. Μετά την εισαγωγή της υπόθεσης που αφορά σε πράξεις της παρ. 1 στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του παθόντα, αν δεν έχει εξεταστεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξεταστεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του παθόντα γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται, από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Σε κάθε περίπτωση, στις αξιόποινες πράξεις της παρ. 1 πλην εκείνης του άρθρου 323Α ΠΚ, το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, μπορεί να ζητήσει την εξέταση με φυσική παρουσία του ενήλικου παθόντα, με την τήρηση των διατυπώσεων του άρθρου 330 ΚΠ∆, αν κρίνεται απολύτως αναγκαία για την ανεύρεση της αλήθειας. Οι παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές. 6. Οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 68 του ν. 4478/2017 εφαρμόζονται αναλόγως και επί ενήλικων θυμάτων των αναφερομένων στην παρ. 1 πράξεων. Στην περίπτωση αυτή η κοινωνική έρευνα μπορεί να διεξαχθεί και από κοινωνικούς λειτουργούς δήμων ή περιφερειών. ​

Ανοιξε

ΥΠΗΡΞΑ ΘΥΜΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ: ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΙΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ: Θέσεις και ρόλοι Η υποστήριξη των θυμάτων


ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΧΑΡΤΗΣ

Μπλουζα Χάρτης Εξοδος